στάσιμο

στάσιμο
Ορεινός οικισμός (124 κάτ., υψόμ. 630 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (8 τ. χλμ., 124 κάτ.).
* * *
το / στάσιμον, ΝΜΑ
βλ. στάσιμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στάσιμο — το χορικό τραγωδίας ανάμεσα σε δύο επεισόδια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • έξοδος — Το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το οποίο αφηγείται την Έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο ύστερα από αιώνες δουλείας. Τα γεγονότα που αναφέρει η Έ. διαδραματίστηκαν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ειδικών μελετητών, περίπου τον 13o αι. π …   Dictionary of Greek

  • αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει …   Dictionary of Greek

  • αποτελματώνω — κ. τελματώ 1. αφήνω κάτι στάσιμο, διαιωνίζω, ματαιώνω 2. ( ώνομαι) πέφτω σε αδράνεια, σε νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + τελματώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • βατραχονέρι — το στάσιμο νερό στο οποίο ζουν βάτραχοι …   Dictionary of Greek

  • κοντοστάσιμο — το δισταγμός, αμφιβολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) + στάσιμο (< στάσις < ἵστημι)] …   Dictionary of Greek

  • λίμνασμα — το (Μ λίμνασμα [λιμνάζω] νεοελλ. 1. ακινησία, στασιμότητα νερού, τελμάτωση 2. συνεκδ. στάσιμο νερό, τέναγος, τέλμα, έλος («τα λιμνάσματα τής πεδιάδας») 3. μτφ. αδράνεια, απραξία, έλλειψη δραστηριότητας μσν. καθετί που βρίσκεται σε αφθονία, άφθονη …   Dictionary of Greek

  • λιμνάζω — (AM λιμνάζω) [λίμνη] 1. (για θάλασσα ή ποταμό) αφήνω στάσιμα ύδατα, τελματώνομαι 2. (για νερό) είμαι στάσιμος, αποτελώ λίμνη ή τέλμα νεοελλ. 1. μτφ. αδρανώ, απρακτώ, ακινητώ 2. φρ. «λιμνάζον ύδωρ» λέγεται για αδρανή άνθρωπο αρχ. 1. (για το αίμα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”